The Prodigy Effect. Η ΙΣΤΟΡΙΑ-ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Πριν κάποια χρόνια ένας πολύ καλός φίλος (και ένας από τους καλύτερους Έλληνες παραγωγούς) μου είχε μιλήσει αναλυτικά για αυτή την μπάντα. Μου είχε πει ότι την δεκαετία του ’90, χωρίς τις “ευκολίες” του σήμερα κατάφεραν να πάνε τον ήχο της Ηλεκτρονικής Dance Μουσικής τουλάχιστον μία εικοσαετία μπροστά από την εποχή της. Χωρίς να ακολουθούν συνταγές, χωρίς προκατασκευασμένες live καταστάσεις και με μία αυθεντική διάθεση να σε κάνουν να κουνηθείς (είτε ακούγωντας τους στο σπίτι σου είτε βλέποντας τους live) σαφώς οι Prodigy αποτελούν ένα από τα πιο φωτεινά παραδείγματα της Dance σκηνής.
Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90 δύο φίλοι από την Βρετανία , ο Leeroy Thornhill και ο Κeith Flint γνωρίζουν σε ένα rave party έναν τύπο εν ονόματι Liam Howlett. O τελευταίος ασχολούταν με την παραγωγή Rave μουσικής κι έτσι οι τρεις τους αποφασίζουν να ενωθούν και να εκφράσουν την δημιουργικότητά τους. Ο ρόλος του Leeroy και του Keith ήταν να χορεύουν κατά την διάρκεια των live και να πλαισιώνουν τον Liam. Ο Liam ως φόρο τιμής στο πρώτο του αναλογικό synth, ένα Moog Prodigy, αποφασίζει το νέο αυτό σχήμα να βαφτιστεί “Prodigy”.
To 1992 και αφού πρώτα είχαν κυκλοφορήσει κάποια singles τους, βγαίνει το πρώτο studio album τους με τίτλο : “Εxperience” , το οποίο σημείωσε μεγάλη μεν επιτυχία εντός των Βρετανικών συνόρων, αμφισβητήθηκε δε από τους “anti-ravers” της εποχής για τον σκληρό του ήχο μιας και “ακολουθούσε” το Breakbeat Hardcore στυλ. Ωστόσο ο δίσκος υποστηρίχθηκε πολύ από τα μεγάλα ονόματα της εποχής (2SL2, Moby, Carl Cox, Aphex Twin κ.α.) και έδωσε την ευκαιρία στους Prodigy να κάνουν το πρώτο στέρεο βήμα τους στην Rave σκηνή. Στο album αυτό (όπως και σε όλα τα άλλα μάλιστα), η σύνθεση, το engineering, η μίξη και το mastering έγιναν αποκλειστικά από τον Liam, ενώ o Keith και o Leeroy (μαζί με το μετέπειτα μέλος του σχήματος Maxim) συνετέλεσαν σε κάποια από τα vocals και κυρίως στις live εκτελέσεις των κομματιών.
Το 1994, κυκλοφορεί ο δεύτερος προσωπικός τους δίσκος , “Music for The Jilted Generation”, στον οποίο η μπάντα εξέλιξε τον ήχο της προσθέτωντας στοιχεία από Big Beat, Electro-Industrial και Rock μουσική. Το τελικό αποτέλεσμα αυτού του πειραματισμού του Liam ήταν κάτι παραπάνω από εύηχο. Η μίξη από πολλά διαφορετικά είδη σε ένα τελικό ηχητικό σύνολο έδωσε μία προσωπικότητα στο σχήμα και το έκανε να ξεχωρίζει αισθητά από τους υπόλοιπους Rave παραγωγούς. Το album αυτό επίσης έκανε αίσθηση και λόγω του πολιτικού του χαρακτήρα (παρότι κατά την δημιουργία του δεν υπήρχε αυτή η πρόθεση), κυρίως λόγω του κομματιού “Τheir Law” (feat. Pop Will Eat Itself) το οποίο είναι μία απάντηση στο “Criminal Justice and Public Order Act”, ένα νομοσχέδιο-διάταγμα που ψηφίσθηκε την ίδια χρονία στην Βρεττανία και στην ουσία καταδίκαζε τους ravers ως εγκληματίες.
Δύο μόλις χρόνια αργότερα, η μπάντα κατορθώνει να ξεπεράσει τα Βρετανικά σύνορα με την κυκλοφορία του “Firestarter” και η Ευρώπη αλλά και η Αμερική έρχεται σε επαφή με αυτό τον πρωτόγνωρο, πειραματικό ήχο. Ένα χρόνο αργότερα οι Prodigy παράγουν και κυκλοφορούν τον (ίσως) πιο χαρακτηριστικό και αγαπημένο δίσκο τους μέχρι σήμερα. “Τhe Fat of The Land” ο τίτλος του και μέσα μεταξύ άλλων περιλάμβανε το “Smack My Bitch Up”, το “Breathe” και το “Mind Fields”, κομμάτια τα οποία σημάδεψαν εκείνη την εποχή και συνεχίζουν να ακούγονται μέχρι και σήμερα. Ο δίσκος αυτός κατάφερε αμέσως να κερδίσει την αγάπη του κόσμου και να εκτοξεύσει τους Prodigy στην κορυφή των charts, αλλά κατάφερε επίσης να ξεσηκώσει και θύελλα αντιδράσεων. Ειδικότερα το “Smack My Bitch Up”, θεωρήθηκε ρατσιστικό ως προς το περιεχόμενο του τίτλου και υπερβολικά ακραίο ως προς το περιεχόμενο του video clip και μάλιστα κάποιοι οργανισμοί όπως ο “Διεθνής Οργανισμών Προστασίας των Δικαιωμάτων της Γυναίκας” κινήθηκαν δικαστικά κατά του συγκροτήματος, αναγκάζοντας έτσι τους μεγάλους μουσικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς ανά τον κόσμο να περιοριστούν στο να παίζουν κομμάτια από τον δίσκο μόνο στην μεταμεσονύκτια ζώνη. Το “κακό” όμως είχε ήδη γίνει και οι Prodigy άρχισαν να αποκτούν όλο και μεγαλύτερη φήμη και να εμφανίζονται live σε διάφορα μέρη του κόσμου.
Το 1999 και ενώ η μπάντα βρισκόταν στο peak της, αναπάντεχα απειλούνται από την διάλυσή τους λόγω κάποιων εσωτερικών ζητημάτων και αποχωρήσεων μελών της. Έτσι μέχρι και το 2002, όπου και έγινε η ολική επανένωσή τους η ενεργός τους δράση περιορίστηκε σε έναν βαθμό. Το 2004 κυκλοφορούν το τέταρτο album τους με τίτλο “Always Outnumbered, Never Outgunned” και το 2008 έρχεται ένας ακόμη σπουδαίος δίσκος, ο “Invaders Must Die”, με κομμάτια όπως το ομώνυμο “Ιnvaders Must Die”, “Omen”, “Warrior’s Dance”, “Take Me to The Hospital” κ.α. Όπως και κάθε άλλη δισκογραφική δουλειά τους, έτσι και αυτή δέχθηκε ισχυρή κριτική για τις μουσικές και
ηχητικές επιλογές του Liam αλλά αγαπήθηκε εξίσου.
Ένα πολύ ενδιαφερόν στοιχείο όσον αφορά τους Prodigy πέραν της δισκογραφίας τους και των πληροφοριών του wikipedia, είναι η δουλειά που γίνεται στο studio κατά την παραγωγή των κομματιών τους. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω υπεύθυνος για το όλο μουσικό αλλά και ηχητικό αποτέλεσμα είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου ο Liam. Διαθέτει ένα studio πραγματικά κόσμημα στο Essex της Αγγλίας (racks με κάθε είδους synth, effectors, processors και samplers που θα ζήλευε ο οποισδήποτε παραγωγός) όπου εκεί ξεκινάει σχεδόν όλα τα κομμάτια τους. Ο ίδιος είναι μεγάλος λάτρης των samplers, κάτι το οποίο φαίνεται και μέσα από την δισκογραφία των Prodigy, όπου στο 97 % των παραγωγών δεν έχει χρησιμοποιήσει live vocals αλλά samples από ταινίες και άλλα μουσικά κομμάτια. Συνήθως ξεκινάει την παραγωγή δημιουργώντας έναν συνδυασμό από loops σε samplers και στην συνέχεια προχωράει στο χτίσιμο του υπόλοιπο μουσικού και ηχητικού σκέλους γύρω από αυτά τα loops. Του αρέσει να ακολουθεί την τεχνολογία αλλά δεν είναι και τόσο εξαρτημένος από αυτήν, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι η χρήση της στην μουσική δεν είναι απαραίτητα ευεργετική σε όλες τις περιπτώσεις καθώς αυξάνει τον βαθμό ευκολίας και μειώνει την ποιότητα του παραγωγού. Μεγάλος θαυμαστής της SSL κονσόλας, την οποία θεωρεί μοναδική στο είδος της και λατρεύει την φιλοσοφία με την οποία είναι στημένη. Τέλος αν και δεν είναι φανατικός οπαδός των αναλογικών synth , αναγνωρίζει ότι τον ήχο που μπορεί να παράξει μία αναλογική γεννήτρια δεν μπορεί να τον αντικαταστήσει τίποτα.
Σχετικά με τα live τους, οι Prodigy δεν αρκούνται σε ένα dj set. Οι εμφανίσεις τους αποτελούν έναν συνδυασμό από live όργανα, djing και vocals. Η ενέργεια που βγάζουν on stage με αυτό τον συνδυασμό από ηλεκτρονικό Dance ήχο και Hard Rock performance δύσκολα συγκρίνεται με κάτι άλλο στην Dance σκηνή. Φυσικά η διεκπαιρέωση ενός τέτοιου live συναντά ορισμένες πρακτικές δυσκολίες κυρίως λόγω της περιπλοκότητας των ήχων μέσα στα κομμάτια τους , πράγμα που καθιστά αδύνατη την μετακίνηση ολόκληρου του εξοπλισμού πάνω στην σκηνή. Έτσι πριν τα live τους αφαιρούνται parts από τα κομμάτια (είτε vocals , είτε instruments) και προστίθενται ζωντανά. Το συγκρότημα πιστεύει πολύ στον αυτοσχεδιασμό την ώρα της εκάστοτε εμφάνισης του και επιζητούν να έχουν την πλήρη ελευθερία στην σκηνή χωρίς κανέναν περιορισμό. Μαλιστά ουκ ολίγες φορές έχουν ακυρώσει προγραμματισμένες εμφανίσεις λόγω του ότι η παραγωγή δεν μπορούσε να υποστηρίξει το live performance που επιθυμούσαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του ότι θέλουν να κάνουν αυτό που θέλουν όπως ακριβώς το θέλουν αποτελεί η διαμάχη τους με τους Beastie Boys το 1998 στο Reading Festival όπου οι Βoys ζήτησαν από τους Prodigy να μην παίξουν το Smack My Bitch Up λόγω του περιεχομένου του και οι τελευταίοι τους εξέθεσαν on stage λέγοντας : ” Τhe Beastie Boys asked us not to play this song , but we do what the f**k we want” μπροστά σε 55.000 θεατές.
Στην χώρα μας έχουν εμφανιστεί πάρα πολλές φορές και τρέφουν μία ιδιαίτερη συμπάθεια για την Ελλάδα. Μάλιστα τα γυρίσματα του video clip για το “No Good” (1995) έγιναν στην Θεσσαλονίκη. Το 2011, μετά την εμφάνιση τους στο Rockwave, δημοσίευσαν ένα 5λεπτο βίντεο με τίτλο : “The Prodigy – Greece – Thunder Dub, όπου ανάμεσα σε άλλα αναφέρουν πως το ελληνικό κοινό είναι από τα πιο θερμά στον κόσμο και πως λατρεύουν κάθε live που έχουν κάνει εδώ.
Τον Μάρτιο αυτής της χρονιάς αναμένεται να κυκλοφορήσει το πολυαναμενόμενο album τους με τίτλο : “Day Is My Enemy”. Ήδη έχουμε πάρει μία γεύση από αυτό με την κυκλοφορία του “Nasty” το οποίο αποτελεί μία πολύ καλή αφορμή να πιστεύουμε ότι το επερχόμενο album θα είναι κάτι παραπάνω από ένα από τα καλύτερα releases της φετινής χρονιάς. Οι ίδιοι σε πρόσφατη συνέντευξή τους δήλωσαν ότι η νέα αυτή δισκογραφική τους δουλειά αποτελεί ένα “ωμό, θυμωμένο αντίδοτο στο status quo της Dance Μουσικής του σήμερα”, όπου “ένα μεγάλο μέρος των super-star παραγωγών-djs πηγαίνουν από τον “ασφαλή” δρόμο και δεν προσπαθούν να κάνουν το βήμα παραπέρα”. Μάλιστα, το κομμάτι Ibiza που περιλαμβάνεται στον δίσκο είναι εμπνευσμένο από ένα περιστατικό που βίωσαν το καλοκαίρι στο νησί και απευθύνεται σε εκείνους τους djs/producers οι οποίοι : ¨Φτάνουν στον εκάστοτε προορισμό με τα Learjets τους, βγάζουν δύο usb από την τσέπη τα ”κουμπώνουν” στα cd players και κουνάνε τα χέρια τους στον αέρα στους ρυθμούς ενός pre-programmed mix” . Θεωρούν ότι δεν γίνεται να “χτίσεις” μία σκηνή γ
ύρω από αυτή την νοοτροπία , διότι δεν πρόκειται ποτέ ούτε να γίνει αξιοσέβαστη ούτε και να έχει μία διάρκεια στον χρόνο.
Το συγκρότημα που ακούει στο όνομα Prodigy μέσα στην 27χρονη πορεία του έχει καταφέρει πολλά. Το πιο σημαντικό ίσως εξ αυτών είναι ότι κατάφερε να κερδίσει τον σεβασμό της παγκόσμιας μουσικής κοινότητας, από οπαδούς της Ηλεκτρονικής Dance Mουσικής μέχρι οπαδούς της Metal και προώθησε την Dance στα αυτιά ανθρώπων που ίσως να μην έρχονταν υπό άλλες συνθήκες ποτέ σε επαφή μαζί της. Οι άνθρωποι αυτή με πρώτο απ όλους τον Liam Howlett ξεκίνησαν μία φλόγα η οποία θα συνεχίσει να καίει για όσο καιρό θα υφίσταται ο όρος Dance Μουσική και ίσως θα εμπνέει τις επερχόμενες γενιές producers σε ένα πιο δημιουργικό επίπεδο.
LEAVE A REPLY